- πρόρρευσις
- πρόρρευσις, εως, ἡ,A efflux, Sch.Nic.Th.586 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρόρρευσις — εύσεως, ἡ, ΜΑ [προρέω] ροή προς τα εμπρός, εκροή … Dictionary of Greek